ποηφάγων

ποηφάγων
ποηφάγος
eating grass
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποηφαγῶν — ποηφαγέω eat grass pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπήτιο — το / ταπήτιον, ΝΑ, και ταπῆτιν Α [τάπης, ητος] υποκορ. ταπέτο νεοελλ. 1. ανατ. σχηματισμός τού κεντρικού νευρικού συστήματος από λευκές ίνες υπό μορφή τάπητα («ταπήτιο τού μεσολοβίου») 2. ζωολ. στιβάδα τού χοριοειδούς χιτώνα τού ματιού ορισμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”